οκαζιόν

οκαζιόν
η
(λ. γαλλ.), ευκαιρία: Είναι τιμή οκαζιόν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οκαζιόν — επίρρ. σε τιμή ευκαιρίας, πολύ φτηνά. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. occasion «ευκαιρία» < λατ. occasio «ευκαιρία» < λατ. occido «πέφτω κάτω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”